ἐρείκας

ἐρείκας
ἐρείκᾱς , ἐρέικη
fem acc pl
ἐρείκᾱς , ἐρέικη
fem gen sg (doric aeolic)
ἐρείκᾱς , ἐρείκη
heath
fem acc pl
ἐρείκᾱς , ἐρείκη
heath
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”